- παρηγορητής
- ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού 'ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.)2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτραπροσωνυμία τής Παναγίας ως παραμυθίας τών χριστιανών στις θλίψεις και στα πένθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ. Η λ. παρηγορητής μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.