παρηγορητής

παρηγορητής
ο, θηλ. παρηγορήτρια και παρηγορήτρα και παρηγορήτισσα
1. αυτός που παρηγορεί κάποιον, ιδίως σε περίπτωση πένθους («από την έρημη αναφωνήτρα πού 'ναι στους δύστυχους παρηγορήτρα», Σολωμ.)
2. το θηλ. Παρηγορήτρια ή Παρηγορήτρα
προσωνυμία τής Παναγίας ως παραμυθίας τών χριστιανών στις θλίψεις και στα πένθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ. Η λ. παρηγορητής μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παράκλητος — η, ο / παράκλητος, ον, ΝΜΑ [παρακαλώ] 1. αυτός που καλείται να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο βοηθός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παράκλητος εκκλ. i) προσωνυμία που αποδίδεται από το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου στο Αγιο Πνεύμα, το… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθητής — ὁ, ΝΑ [παραμυθούμαι / παραμυθώ] αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής …   Dictionary of Greek

  • Κουλέσοφ, Λεβ Βλαντιμίροβιτς — (Lev Vladimirovich Kuleshov,Ταμπόβ 1899 – Μόσχα 1970). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου. Δάσκαλος του Βσεβολόντ Πουντόβκιν και του Σεργκέι Αϊζενστάιν, ασχολήθηκε πρώτος, σε θεωρητικό επίπεδο, με τη σημασία του μοντάζ σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”